- ὀβολοῦ
- ὀβολόςobolmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OBOLUS — Graece ὀβολὸς, nummi genus minutum. Nomen tulit, quod Atheniensium nummus Ὀβολὸς obelum in cusum ostentaverit: an potius a figura obeli, quam primitus habuit. Ita enim Eustathius in Il. α. Ὀβολὸν σιδήρου ἔλασμά τι ἔλεγον. χῆμα μὲν πῶς ἔχων ὀβολοῦ … Hofmann J. Lexicon universale
ημιωβολιαίος — ἡμιωβολιαῑος, α, ον (Α) [ημιώβολο] 1. αυτός που έχει αξία μισού οβολού 2. αυτός που έχει μέγεθος μισού οβολού … Dictionary of Greek
οβολιαίος — ὀβολιαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που έχει το σχήμα ή το μέγεθος οβολού 2. αυτός που έχει αξία ενός οβολού, δηλ. αυτός που έχει ευτελή αξία, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δραχμ ιαίος)] … Dictionary of Greek
οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες … Dictionary of Greek
мѣдьница — МѢДЬНИЦ|А (21), Ѣ (А) с. 1. Медная монета: да ни ѥдинъ же ѿ мьнихъ своѥго не имать. ничьтоже никогда же. даже ни до мѣдьницѣ. (ἕѡς ὀβολοῦ) КЕ XII, 248б; вълазиши въ цр҃квь молитъсѧ. а не даси ѹбогоѡмѹ понѣ двою мѣдьницю. СбТр XII/XIII, 16 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ALEXANDRINA — I. ALEXANDRINA Aqua, seu Alexandrinae Thermae, Romae ab Alcxandro Severo exstructae, memorantur Ael. Lampridio in eius Vita: c. 25. Opera veterum Principum instauravit tipse nova muta constituit: in his thermas nominis sui, iuxta eas, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
DRACHMA — Gr. Δραχμὴ, genus nummi, quod interdum λεπτὸν ὁλκὴν, ὀβολὸν, δηνἀριον, quoque iidem dicebant, Romanis Denarius fuit, h. e. sesterti quatuor. Quod ad pondus, septem drachmae unciam incurrunt; unde consequitur, cum libra sit 12. unciarum, 84.… … Hofmann J. Lexicon universale
SPINUS — Graece ςπίνος, male ἀκανθὶς redditur Gazae, hôc tamen nomine non carduelem indigitari, sed aviculam parvam, quam Galli Serenum hodie vocant, contendenti. Fringilla namque ςπῖνος Graecorum est, quae in urbibus ut plurimum aestate degit et supra… … Hofmann J. Lexicon universale
Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek
δίχαλκον — δίχαλκον, το (Α) 1. νόμισμα δύο χαλκών, το τέταρτο τού οβολού* 2. βάρος δύο χαλκών … Dictionary of Greek